Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χρηστηρίους ὄρνιθας

См. также в других словарях:

  • χρηστήριος — ία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς 3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»